- ασύμφυτος
- ος , ον несросшийся
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀσύμφυτον — ἀσύμφυτος not growing together masc/fem acc sg ἀσύμφυτος not growing together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασύμφητος — ἀσύμφυτος, ον (Α) [συμφύω] ασύνδετος … Dictionary of Greek
ἀξύμφυτα — ἀσύμφυτα , ἀσύμφυτος not growing together neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)